- ἐπέχων
- ἐπώχατοpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επέχω — (AM ἐπέχω) επιφυλάσσομαι, δεν εκφράζω οριστική άποψη μσν. νεοελλ. φρ. «επέχω θέση, τόπο» έχω ίση αξία, αντικαθιστώ αρχ. μσν. 1. κρατώ, βαστώ κάτι 2. συγκρατώ, εμποδίζω («οὐκ ἐφέξετε στόμα;», Ευρ.) 3. συγκρατούμαι («ἀλλ ἐπίσχες» στάσου) μσν. έχω… … Dictionary of Greek
προκάθημαι — ΝΜΑ και ιων. τ. προκάτημαι Α [κάθημαι] 1. στέκω, κάθομαι μπροστά από κάποιον άλλο 2. κάθομαι κατά προτίμηση μπροστά άπο άλλους επειδή κατέχω τιμητική θέση (α. «οι προκαθήμενοι στο θέατρο είναι συνήθως επίσημοι» β. «προκάθηνται καθ ἡλικίαν καὶ… … Dictionary of Greek
ԱՇԽԱՐՀԱԿԱԼ — (ի, աց.) NBH 1 0261 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 12c, 13c ա.գ. τὸν κόσμον ἕπεχων mundumobtinens Որ կալեալ ունի զաշխարհ համօրէն՝ տիրաբար. *Աշխարհակալն աստուած. Արիստ. ՞՞: ԱՇԽԱՐՀԱԿԱԼ. κοσμοκράτωρ mundi… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)